- ομόσχολος
- ὁμόσχολος, -ον (Α)συμμαθητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -σχολος (< σχολή), πρβλ. εύ-σχολος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοσχόλων — ὁμόσχολος schoolfellow masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek